ὀξυκαμπής

ὀξυκαμπής
ὀξῠ-καμπής, ές,
A sharply curved, of hooks, Antyll. ap. Orib.45.18.13.

Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • οξυκαμπής — ὀξυκαμπής, ές (Α) (για άγκιστρο) αυτός που έχει οξεία καμπή. [ΕΤΥΜΟΛ. < οξυ * + καμπής (< καμπή), πρβλ. ευ καμπής] …   Dictionary of Greek

  • ὀξυκαμπές — ὀξυκαμπής sharply curved masc/fem voc sg ὀξυκαμπής sharply curved neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • οξυ- — (ΑΜ οξυ ) α συνθετικό πολλών λέξεων όλων τών περιόδων τής Ελληνικής που ανάγεται στο επίθ. ὀξύς και προσδίδει στο β συνθετικό την ιδιότητα τού αιχμηρού, τού μυτερού (πρβλ. οξύ ρρινος, οξύ ρρυγχος), τού διαπεραστικού (πρβλ. οξύ τονος, οξύ φωνος),… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”